διατρητής

διατρητής
ο (θηλ. διατρήτρια, η)
ο χειριστής διατρητικής μηχανής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καμπαναριό — Πυργίσκος εκκλησίας, στην οροφή του οποίου είναι κρεμασμένη/ες η/οι καμπάνα/ες· κωδωνοστάσιο. Ως αρχική μορφή το κ. πιθανολογείται ότι αποτελεί τη συνέχεια των αμυντικών ρωμαϊκών πύργων· ωστόσο, με την πάροδο των αιώνων απέκτησε διαφορετική… …   Dictionary of Greek

  • τηλέγραφος — Σύστημα τηλεπικοινωνίας που χαρακτηρίζεται από τη μεταβίβαση μηνυμάτων στη μορφή διαδοχικών σημάτων, καθένα από τα οποία παριστάνει ένα γράμμα του αλφαβήτου ή ενός συνόλου γραμμάτων ή λέξεων. Ένα τηλεγραφικό σύστημα αποτελείται από μία διάταξη, η …   Dictionary of Greek

  • τηλετυποσυνθέτης — ο, Ν (τυπογρ.) μηχανή που είναι προσαρμοσμένη στη λινοτυπική μηχανή ενός τυπογραφείου και δέχεται από απόσταση ένα κείμενο μέσω διάτρητης χαρτοταινίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. teletypesetter < tele (< τηλ[ε] *) + type… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”